Αποσπάσματα από το βιβλίο του Άγγελου Τερζάκη.

ΥΠΕΡ ΒΩΜΩΝ ΚΑΙ ΕΣΤΙΩΝ
(από το κεφάλαιο Β’)

    terzakis Έξω ξημέρωνε η 28η Οκτωβρίου… Ένας άνεμος καινούργιος, ανυποψίαστος, άρχιζε να φυσάει πάνω στην Αθήνα. Είταν η ώρα 6 όταν οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την πολιτεία. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, λεύκαζε ο όρθρος, μύριζε δροσιά. Στους δρόμους, τους έρημους ακόμα, κρότησαν μερικά παραθυρόφυλλα, κάποιες μπαλκονόπορτες. Οι άνθρωποι ξυπνούσαν ξαφνιασμένοι, ρωτούσαν τους πρώτους διαβάτες. Ένα βουητό ανέβαινε λίγο-λίγο από γύρω, από μακρυά, τα πρώτα ομαδικά βήματα πάφλασαν στην άσφαλτο. Μάτια υψώνοντας στον ουρανό, έψαχναν. Όμως σ’ όλη αυτή την κίνηση που άρχιζε και πύκνωνε σε μικρές συντροφιές, σε ομάδες που ξεκινούσαν για τα κέντρα, δεν ξεχώριζες ταραχή ή αγωνία. Μιά διάθεση ευφορίας, κέφι ανάλαφρο, αλλόκοτο, ξεσήκωνε τις ψυχές, πρωινό αγέρι που κοπλώνει το πανί. Στα μάτια των ανθρώπων που αντικρύζονταν, έφεγγε ένα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως όλος αυτός ο κόσμος, ο ίσαμε χτές βουτηγμένος στην καθημερινότητα και στη βιοπάλη, να μάθαινε ξαφνικά πώς έχει μέσα του κρυμμένα νιάτα.

Γιατί το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 γινόταν πραγματικά μια αποκάλυψη : Διαφορετικό είχε πέσει να κοιμηθεί το έθνος τη νύχτα που πέρασε, διαφορετικό ξυπνούσε τώρα. Η είδηση που έτρεχε από στόμα σε στόμα «Πόλεμος ! οι Ιταλοί εισβάλλουν», είτανε σα γενική πρόσκληση σε ξεφάντωμα. Περηφάνεια, φιλότιμο και λεβεντιά φούσκωναν τα στήθη.

     Κι’ ο καθένας, ο πιο ταπεινός, ένιωθε να ξυπνάει μέσα του μια επίγνωση πως τρεις χιλιάδες χρόνια τον καλούν με τα’ όνομά του, το άσημο ίσαμε χτες, να τα δικαιώσει, να τα υπερασπίσει. Η Ιστορία έπαυε να είναι λόγια των σχολικών βιβλίων και των πανηγυρικών λόγων, γινόταν πράξη ζωής. Είχε φωνή βαθειά, βουερή μέσα στο αίμα, μιλούσε. Κι’ ο πιο ταπεινός, έκανε τη σκέψη άθελά του, πως σ’ αυτόν έλαχε να τιμήσει αυτή τη φάλαγγα των νεκρών που ξεκινάει από πολύ μακριά και δίνει νόημα στο Χρόνο. Η εκλογή της Μοίρας είταν βαρειά, αλλά για τούτο και η τιμή πολύ μεγάλη…

     Το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου, που βγήκε σ’ έκτακτες εκδόσεις των εφημερίδων κοντά στο μεσημέρι, έδωσε με λιτή αξιοπρέπεια τον τόνο στην όλη Υπόθεση. Σαν κείμενο, επέζησε, μπήκε στην Ιστορία : «Αιιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από τις 5:30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».

     Εκεί – πέρα, στα σύνορα, βροντούσε το κανόνι. Σε περισυλλογή βαθύτατη, με κλεισμένα μάτια, το άκουγε μέσα της κάθε ελληνική ψυχή.

ΕΞΟΡΜΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΒΟΡΙΑ
(από το κεφάλαιο Ε’)

     Το έθνος, με τις πρώτες ομοβροντίες των κανονιών, είχε σηκωθεί στο πόδι ολόρθο. Όλες οι τάξεις, όλες οι ιδεολογίες, όλες οι γενιές είχαν γίνει ένα : μια μάζα, μια σημαία, μια ψυχή. Στις 11 Νοεμβρίου, δεκαπέντε ημέρες από την εισβολή, η ελληνική επιστράτευση είχε συμπληρωθεί, κι’ αυτό είταν κιόλας σαν ένα πρώτο θαύμα. Ο ιστορικός που καταγράφει τα γεγονότα του 1940, θα πρέπει –αν θέλει να δώσει μιαν εικόνα τους σωστή- να σημειώσει τον πλατύ αέρα που είχε φυσήξει τις ημέρες εκείνες απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας. Η παρουσίαση των εφέδρων στις μονάδες τους έγινε μέσα σ’ ένα κύμα ενθουσιασμού…

     Ο κάθε έφεδρος ένιωθε το άτομό του να μεγαλώνει, να πλαταίνει, τον εαυτό του να γίνεται εντολοδόχος της φυλής. Αυτό τον γέμιζε συγκίνηση, ευθύνη και περηφάνεια… Οι έφεδροι του 1940 πήγαιναν στο μέτωπο για να κλείσουν την Ελληνική Ιστορία μ’ ένα κεφάλαιο αντάξιό της. Αυτός ο κλήρος τους είχε λάχει – είταν μια τραγική και υψηλή τιμή…

     Στα παιδιά που φεύγαμε για το μέτωπο τον Οκτώβριο του 1940, η ευχή όλων είταν: «Στο καλό και με τη νίκη» κανένας όμως δεν έδινε στη λέξη «νίκη» το φτηνό περιεχόμενο της παρηγοριάς, την ψευδαίσθηση. Νίκη σήμαινε εδώ αντίκρυσμα του θανάτου λεβέντικο, χαιρετισμός στο Χάρο από εκείνους που έχουν καρδιά να τον αντικρύσουν κατάματα, τραγουδώντας. Νίκη, στα 1940, σήμαινε νίκη κατά του θανάτου…

ΔΙΠΛΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΣΗΜΑΙΕΣ
(από το κεφάλαιο ΙΒ’)

     Η αναμέτρηση του 1940-1941 γίνεται ανάμεσα στη λιτότητα και το στόμφο, τη φιλοπατρία και τον ιμπεριαλισμό. Η τεχνοκρατία, χάρη στο σιδερένιο της όγκο, θα πετύχει για μια στιγμή να γονατίσει τη μαχόμενη ψυχή. Η αντιστροφή όμως θα έρθει γρήγορα, και το μάθημα θα μείνει.

     Περισσότερο κι’ από την υπόθεση ενός έθνους που αγωνίζεται για την ανεξαρτησία του, η 28η Οκτωβρίου του 1940 προβάλλει στη σκηνή της Ιστορίας έναν αγώνα γενικώτερο: μιας φυλής ανθρώπων. Αυτής που προσδιορίζεται από το πάθος της ελευθερίας.

     Πέρα από τον πάταγο των αυτοκρατοριών που γκρεμίζονται, θ’ απομείνει ν’ ακούγεται μέσα στον αποκαμωμένο κόσμο, λιανό και κρυστάλλινο, ερημικο κι’ άτρεμο, το εωθινό που σήμαινε η σάλπιγγα πάνω στον ελληνικό βράχο μια φθινοπωρινή αυγή…