Περδικονέρι Γορτυνίας, Δεκαετία 1920

grannie_helen
Η γιαγιά Ελένη.

    «Όταν ήμουνα μικρή κάπου δέκα χρονών, η μάνα μου είχε έναν αδελφό στην Αμερική. Είκοσι χρόνια εδούλευε εκεί. Εμείς, λοιπόν, στο σπίτι μας είμαστε μαζί με τη γιαγιά μας εννέα άτομα, και καμιά φορά ρωτάγανε τον πατέρα μου, «Εε, μπαρμπα-Βασίλη, πώς τα βγάζεις πέρα με τόση μεγάλη οικογένεια;» Και ο πατέρας μου, που ήτανε πάντα χαρούμενος τους απαντούσε: «Των εννιά το φαγητό φτάνει να φάνε δέκα γιατί είναι ευλογημένο». Εγώ, λοιπόν, πάντα ήμουνα κοντά με τη γιαγιά. Την πήγαινα στις φίλες της. Ητανε κάτι χαρούμενο για μένα όταν κρατούσα τη γιαγιά μου από το χέρι -δεν έβλεπε, ήτανε τυφλή- και αυτή πάντα έσκυβε και με φιλούσε τόσο τρυφερά που το θυμάμαι ακόμη…

      Λοιπόν, μετά από είκοσι χρόνια ήρθε το παιδί της από την Αμερική και είχε και πολλά λεφτά φέρει, φυσικά, από τη δουλειά του αλλά δεν μας έδωσε εμάς τίποτε από λεφτά. Αλλά, εμένα μου έφερε ένα ωραίο σταυρουδάκι χρυσό -πολύ όμορφο, και φυσικά, μου άρεσε πολύ. Του είπα χίλια ευχαριστώ. Το φόρεσα και έτρεξα να το δούνε οι φίλες μου. Ητανε όμως πολύ τσιγκούνης…

      Μια μέρα, λοιπόν, πέρασε ένας έμπορος με το γαϊδουράκι του φορτωμένο με υφάσματα. Με φωνάζει, λοιπόν, αυτός ο θείος μου και μου λέει: «Ποιο ύφασμα σου αρέσει να στο αγοράσω, να σου φτιάξει η μάνα σου ένα ωραίο φουστανάκι;» Και εγώ του είπα: «Ένα ωραίο καρουδάκι», δηλαδή, με γραμμές μπλε και άσπρες. Μου πήρε για δύο φορεματάκια… και εγώ είχα μεγάλη χαρά… και το είπα στη μάνα και η μάνα λέει: «Μπράβο! Θα σου φτιάξω φουστανάκια!» Αλλά...δεν μου το έδωσε το ύφασμα. Μου λέει: «θα κουβαλήσεις ξύλα με το γαϊδουράκι από το δάσος –ζαλιά- και θα τα φέρεις να γεμίσεις το κατώι με τα ξύλα, και μετά θα σου δώσω τα υφάσματα».

      Εγώ, λοιπόν, πήρα το γαϊδουράκι και πήγα στο δάσος, έκοψα ξύλα, έφτιαξα τη ζαλιά μου και όλη μέρα πήγαινα και ερχόμουνα, τα ξεφόρτωνα και, πάλι και πάλι, αλλά το κατώι ήθελε πολλά ξύλα ακόμη για να γεμίσει. Οταν, λοιπόν, γύρισε το βράδυ από το κυνήγι μου λέει: «το γέμισες το κατώι ξύλα;» Εγώ είπα με παράπονο, «έφερα έξι φορτώματα και ζαλιές αλλά το κατώι δε γέμισε». «Εεε!», μου λέει, «Αφού δεν γέμισε το κατώι δεν θα πάρεις το ύφασμα!» Και εγώ, λοιπόν, πήγα στη μάνα μου κλαίγοντας. «Ααα!» λέει η μάνα μου. «Γιατί κλαις κορίτσι μου;» «Να, γιατί δεν γέμισε το κατώι με ξύλα και ο θείος ο Μάκης δεν μου έδωσε το ύφασμα που μου αγόρασε». «Εε, κορίτσι μου», λέει η μάνα μου. «Γι’ αυτό κλαις; Θα σου πάρω εγώ όταν περάσει ο έμπορας. Αστο», μου λεει, «Ας τα φυλάξει για τα κορίτσια του». Τα δικά του παιδιά ήσαντε ακόμη μικρά…

      Εγώ, λοιπόν, το θυμάμαι ακόμη και γελώ σαν χιούμορ γιατί μου είπε ψέματα, και έκτοτε δεν ξαναπήγα στο σπίτι του. Φυσικά, πηγαίναμε γιατί τον είχαμε θείο -ήτανε αδελφός της μάνας. Δεν του κρατούσαμε κακία. Αλλά, να εγώ το περιμένω ακόμη, και τώρα, στα 82 μου χρόνια! Σαν αυτό που λέει η παροιμία, «Μην τάξεις του άγιου κερί και του μικρού παιδιού κουλούρι». Το περιμένει όσος καιρός και να περάσει. Πόσο μεγάλη διαφορά είχε από τη μάνα μας που ήτανε τόσο καλή και φιλότιμη. Πολύ αστείο τώρα που το γράφω. Έσκασα στα γέλια».

Η Ελένη Β. Πετροπούλου, γεννήθηκε στο Περδικονέρι, Γορτυνίας το 1917. Έγραψε τη βιογραφία της σε ηλικία 82 ετών. Έφυγε το 2004. Το απόσπασμα μας έστειλε η κόρη της Δήμητρα Τούντα.