73 χρόνια από το θάνατό του, το Νοέμβριο του 1936

 papanastasiou     Ιδρυτής της πρώτης Ελληνικής Δημοκρατίας, ο «πατέρας της Δημοκρατίας» όπως τον αποκάλεσαν, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου από το Λεβίδι, γεννήθηκε το 1876. Από τους σημαντικότερους πολιτικούς του 20ου αιώνα, ο σημαντικότερος μετά τον Ελευθέριο Βενιζέλο πολιτικός του Μεσοπολέμου, πρωτοστάτησε στην ανατροπή της μοναρχίας το 1924 και στη θέσπιση του προοδευτικότερου ίσως Συντάγματος της χώρας.

     Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κοινωνιολογία, οικονομικά και φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια Χαϊδελβέργης και Βερολίνου και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Λονδίνο και το Παρίσι. Το διάστημα της παραμονής του στη Γερμανία επηρεάζεται από τη συνεταιριστική πρακτική που κυριαρχούσε και γοητεύεται από το «δημοκρατικό σοσιαλισμό» του Εντουαρντ Μπέρνσταϊν, σύμφωνα με τον οποίο ο μόνος δρόμος που απέμενε για το προλεταριάτο ήταν ο ρεφορμισμός, δηλαδή ο δρόμος των βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων που θα μετέτρεπαν με «ειρηνικό τρόπο» τον καπιταλισμό σε σοσιαλιστική κοινωνία, θέση που υιοθετήθηκε από το οπορτουνιστικό σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα και στη συνέχεια από νεότερα οπορτουνιστικά ρεύματα. Ο ουμανιστικός σοσιαλισμός αποτελεί το ιδεολογικό υπόβαθρο της «Κοινωνιολογικής Εταιρείας» την οποία δημιουργεί ο Παπαναστασίου επιστρέφοντας στην Ελλάδα, το 1907. Τα μέλη της, έχοντας ταχθεί υπέρ της επανάστασης του 1909 στο Γουδί, ιδρύουν το 1910 κόμμα με την επωνυμία «Λαϊκό Κόμμα», το οποίο συμμετέχει στις εκλογές για την Α’ και Β’ Αναθεωρητική Βουλή, συνεργαζόμενο με τους Φιλελεύθερους.

     Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής Αρκαδίας τον Αύγουστο του 1910 και επανεκλέγεται επί σειρά ετών μέχρι το 1936. «Δεν είναι υπερβολή να πω ότι η πολιτική μου σκέψη και η πολιτική μου αντίληψη θα ήταν φτωχότερη αν έλειπε αυτός ο στενός σύνδεσμος και η στενή επαφή με το λαό της Αρκαδίας», έλεγε πάντοτε αναφερόμενος στη σχέση του με τον αρκαδικό λαό. Η κοινοβουλευτική παρουσία του ήταν ενεργός επί σειρά ετών. Το «Λαϊκό Κόμμα» διαλύθηκε το 1915 και οι «Κοινωνιολόγοι» εντάσσονται στο Κόμμα των Φιλελευθέρων. Ο Παπαναστασίου πρωτοστατεί στους αγώνες για την αγροτική μεταρρύθμιση και την παραχώρηση των τσιφλικιών της Θεσσαλίας στους ακτήμονες.

     Το 1916 προσχωρεί στο κίνημα της Θεσσαλονίκης. Το διάστημα 1917-1920 διατελεί υπουργός Συγκοινωνιών και προσωρινά υπουργός Περιθάλψεως και Εσωτερικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Μετά την αποτυχία των Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1920, αναχωρεί στο εξωτερικό. Στο κλίμα αναβρασμού λόγω της πολιτικής, διπλωματικής και οικονομικής κρίσης, δημοσιεύει το Φεβρουάριο του 1922 το «Δημοκρατικό Μανιφέστο», επικρίνοντας την πολιτική που ακολουθούσε το Παλάτι και υποδεικνύοντας το ως υπαίτιο των εθνικών συμφορών. «Η Ελλάς είναι δημιούργημα του πνεύματος, των μόχθων και των αγώνων των τέκνων της. Δεν είναι βασιλικόν τιμάριον και δεν μπορεί ποτέ να γίνει ανεκτόν να θυσιασθεί και το ελάχιστον τμήμα της χάριν προσωπικών βασιλικών συμφερόντων» αναφέρει. Για το Μανιφέστο του καταδικάζεται σε τριετή φυλάκιση, για να απελευθερωθεί μετά την επικράτηση της Επανάστασης του 1922, με τον στρατηγό Πλαστήρα.

     Μετά την απόφαση του Βενιζέλου να αποχωρήσει από την πολιτική, ιδρύει τη «Δημοκρατική Ένωση» το 1922, το οποίο το 1926 μετονομάζεται σε «Αγροτικόν και Εργατικόν Κόμμα». Πρωτοστατεί στην ανακήρυξη της Πρώτης Ελληνικής (αβασίλευτης) Δημοκρατίας. Ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης –μετά τις εκλογές του 1923- καταθέτει δύο ψηφίσματα για την έκπτωση της δυναστείας, ενώ το 1924 ως πρωθυπουργός εισηγείται στη Βουλή το ψήφισμα «Περί εκπτώσεως της Δυναστείας και ανακηρύξεως της Δημοκρατίας», το οποίο ψηφίζεται από την πλειοψηφία της Βουλής και με το Δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου καθιερώνεται η Αβασίλευτη Δημοκρατία. Η εξέλιξη αυτή τον οδηγεί ωστόσο σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Βενιζέλο για τον κοινωνικό χαρακτήρα που θα αποκτούσε το αβασίλευτο καθεστώς. Οι Φιλελεύθεροι πολιτικοί και οι εθνικιστές στρατοκράτες αποσύρουν την υποστήριξή τους και στις 18 Ιουλίου 1924 οπότε ζητάει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, μετά την εκδήλωση κινήματος στο Ναυτικό, δεν την λαμβάνει και παραιτείται. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του ψηφίζονται η ίδρυση Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη, η λαϊκή μετεκπαίδευση, η αναγνώριση της δημοτικής γλώσσας. Τάσσεται υπέρ του διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας.

     Στην οικουμενική κυβέρνηση Ζαΐμη, μετά την πτώση της δικτατορίας Πάγκαλου, αναλαμβάνει το υπουργείο Γεωργίας και με δική του εισήγηση ιδρύεται η Αγροτική Τράπεζα, ενώ προωθεί τη δημιουργία συνεταιρισμών και την αποκατάσταση των ακτημόνων. Από το 1929 συμμετέχει στα κινήματα ειρήνης και είναι ο εμπνευστής των Βαλκανικών Διασκέψεων, με στόχο τη δημιουργία Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Γίνεται ξανά πρωθυπουργός το Μάιο του 1932, μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Βενιζέλου, για να παραιτηθεί και ο ίδιος λίγες μέρες μετά. Η επανάκαμψη του Λαϊκού Κόμματος στην εξουσία το 1932, αναζωπυρώνει το διχασμό και τον οδηγεί σε νέα συμμαχία με τους Φιλελευθέρους. Υπουργοποιείται για τελευταία φορά το 1933 στην τελευταία κυβέρνηση Βενιζέλου, λαμβάνοντας το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Βουλευτής εκλέγεται για τελευταία φορά στις εκλογές του 1936, οπότε συνεργάζεται με τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Γεώργιο Καφαντάρη στο «Δημοκρατικό συνασπισμό». Η δικτατορία του Μεταξά οδηγεί το Κόμμα του σε διάλυση και τον ίδιον σε κατ’ οίκον περιορισμό.

     Ο αιφνίδιος θάνατός του στις 17 Νοεμβρίου 1936, από ανακοπή καρδιάς, στέρησε τη χώρα από έναν εμπνευσμένο πολιτικό – διανοούμενο που αγωνίστηκε για την ουσιαστική πολιτική και κοινωνική δημοκρατία.

Απόσπασμα από τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Aλέξανδρου Παπαναστασίου, την παραμονή της ανακήρυξης της B' Ελληνικής Δημοκρατίας (24/3/1924).

     «Kύριος προορισμός της σημερινής κυβερνήσεως, όστις και κατέστησεν απαραίτητον τον σχηματισμό αυτής, είναι να οδηγήση ευθέως εις την καθιέρωσιν της Δημοκρατίας και να την θεμελιώση επί ακλονήτων βάσεων. H Δημοκρατία είναι το φυσικόν και ευτυχές τέρμα ενός μακρού εσωτερικού αγώνος, τον οποίον κατέστησεν αναπότρεπτον η καταπάτησις των λαϊκών ελευθεριών, η αθέτησις των διεθνών μας υποχρεώσεων, η περιφρόνησις των εθνικών δικαίων. Κύρια πηγή των κακών τούτων, τα οποία απέληξαν εις την μεγάλην εθνικήν συμφοράν, υπήρξεν η αθέμιτος εκμετάλλευσις του βασιλικού θεσμού, θεσμού απηρχαιωμένου, εις τον οποίον επιπλέον εδόθη μεσαιωνικόν περιεχόμενον. Mε την Δημοκρατίαν αποδίδεται η Eλλάς εις τους Έλληνας, ασφαλίζονται αι ελευθερίαι των, ικανοποιείται η τιμή του περιφρονηθέντος Έθνους και επιβάλλεται εις όλους ως υπέρτατος νόμος η υποταγή ενός εκάστου εις την σωτηρίαν, εις το συμφέρον του συνόλου. Tουτοιοτρόπως θέλει επέλθει ο ηθικός εξαγνισμός και αναπτέρωσις του ηθικού φρονήματος του Λαού. Δια την ανακήρυξιν της Δημοκρατίας απόλυτον δικαιοδοσίαν έχει η Συνέλευσις περιβεβλημένη με συντακτικά δικαιώματα. Aλλ' αφού η πλειονοψηφίαν των πληρεξουσίων έδωκεν εις τον Λαόν την υπόσχεσιν να τον καλέση όπως αποφανθή και αμέσως δια δημοψηφίσματος επί της πολιτειακής μεταβολής, επιβάλλεται η τάχιστη ενέργεια δημοψηφίσματος επί του πολιτειακού ζητήματος... Συναφές προς το πολιτειακόν ζήτημα είναι το δυναστικόν. Τούτο ουσιαστικώς ελύθη δια των τελευταίων εκλογών και της αναγκαίας ακολουθησάσης εκδιώξεως της Δυναστείας... Θα ήτο βεβαίως ευχής έργον, αν εις το δημοψήφισμα εβάδιζον ηνωμέναι όλαι αι πολιτικαί μερίδες του Τόπου, όπως από κοινού εργασθούν εις την σύνταξιν και θεμελίωσιν του νέου πολιτεύματος. Tουτοιοτρόπως, δια της ομοφώνου αποφάσεως και όχι απλώς δια της επιβολής της θελήσεως της πλειονοψηφίας, όχι μόνον η Δημοκρατία θα ιδρύετο επί στερεωτέρων βάσεων, αλλά θα αποκαθίστατο αμέσως ομαλός πολιτικός βίος, του οποίου τόσην ανάγκη έχει ο Τόπος, και το κύρος μας ως Έθνους και Kράτους θα εξυψούτο».