mikis

Ο Θεοδωράκης ανατρέχει στη συγκυρία των τραγικών γεγονότων στη συμπρωτεύουσα:

«Σαν κεραυνός έπεσε η δολοφονία του Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη. Μου τηλεφώνησε ο Μπριλλάκης. Μου είπε ότι ‘χτύπησαν τον Γρ. Λαμπράκη που είχε πάει στο Λονδίνο χωρίς να το πει σε κανέναν ούτε σε μένα, μόλις πληροφορήθηκε ότι ήταν εκεί η βασιλομήτωρ Φρειδερίκη’. Ο Λαμπράκης, είχε απευθύνει ένα υπόμνημα προς την Φρειδερίκη με το οποίο την καλούσε να παρέμβει ώστε να απολυθούν οι πολιτικοί κρατούμενοι που ήταν το κύριο αίτημα της εποχής. Ήταν μέσα 6.000 φυλακισμένοι. Εκεί, πλησιάζοντας τη βασίλισσα, της λέει ‘Μεγαλειότατη, είμαι ο βουλευτής Λαμπράκης’. Αυτή πανικοβλήθηκε, φοβήθηκε ότι θα τη χτυπήσει και άρχισε να φωνάζει και να τρέχει, ο Λαμπράκης την ακολουθούσε από πίσω με το υπόμνημα. Εκείνη, νόμιζε ότι την κυνηγάει για να τη σκοτώσει, μπήκε στο ξενοδοχείο, έβαλε τις φωνές, εμφανίστηκαν αστυνομικοί, συνέλαβαν τον Λαμπράκη, επήλθε σύγχυση. Το επεισόδιο πήρε μεγάλες διαστάσεις, οι δεξιές εφημερίδες το παρουσίαζαν ότι ο Λαμπράκης επιτέθηκε στην Φρειδερίκη.

Μόλις μου είπε ο Μπριλλάκης ότι χτύπησαν το Γρηγόρη, τον ρώτησα ‘Είναι νεκρός;’ ‘Όχι ακόμα’, απάντησε ‘αλλά μάλλον πρέπει να ’ναι κλινικά νεκρός’. Πάω αμέσως στη Θεσσαλονίκη, είπα. Δεν το είδα καθόλου από πολιτική πλευρά, μόνο σε ανθρώπινη βάση, τον είχα συναντήσει δύο μέρες πριν και αισθάνθηκα την ανάγκη να πάω στη Θεσσαλονίκη. Πριν φύγω πέρα απ’ τα γραφεία της ΕΔΑ, όπου μου είπε ο Μπριλλάκης ‘Αποφασίσαμε να στείλουμε αντιπροσωπεία, θα ‘ναι ο Μανόλης (Γλέζος), ο Ιμβριώτης, ο Γιάννης ο Ρίτσος, να ‘σαι και συ’. Δεν έχω καμία αντίρρηση απάντησα. Κι έτσι η αντιπροσωπεία έφυγε με το αεροπλάνο για τη Θεσσαλονίκη. Από κει μπήκαμε στο ταξί -μου ‘κανε εντύπωση ότι οι ταξιτζήδες έλεγαν ότι "σήμερα η Θεσσαλονίκη είναι έρημη και οι νοικοκυρές δεν μαγείρεψαν- έχει σταματήσει η ζωή στη Θεσσαλονίκη". Είναι απ’ αυτές τις μεγάλες στιγμές της ιστορίας που δεν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει. Μεγάλη η θυσία αυτού του ανθρώπου ώστε να παραλύσει ολόκληρη η Ελλάδα. Δεξιοί, Αριστεροί, είχαν παραλύσει.

Πήγαμε στο ΑΧΕΠΑ, εκεί είδα τον καθηγητή Οικονόμου που είχε κάνει την πρώτη επέμβαση. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Λαμπράκη τον πήγαν καταρχήν στον Αναγνωστάκη ο οποίος ήταν εφημερεύων γιατρός σε κάποιο άλλο νοσοκομείο. Ήταν αυτός που του έκανε την πρώτη ακτινογραφία, ως ακτινολόγος, και διαπίστωσε τον κλινικό θάνατό του. Μας είπε λοιπόν ο Οικονόμου ότι έχει τελειώσει αυτή η υπόθεση και ότι ο ίδιος θέλει να κάνει μια βόλτα, να δει τα μουσεία στη Θεσσαλονίκη. Μου ‘κανε κατάπληξη η στάση του επιστήμονα. Εμείς δεν σκεπτόμαστε τίποτε άλλο παρά τον άνθρωπο που ήταν στο διπλανό δωμάτιο και πάλευε με το θάνατο... Ρίξαμε μια ματιά μέσα, είδαμε ότι είχαν βγάλει τη συσκευή με την οποία ανέπνεε, βγήκαμε κατόπιν πάλι έξω, καθίσαμε όλη την ημέρα ως το βράδυ. Θυμάμαι λοιπόν ότι επειδή η παρουσία μου είχε ερεθίσει κατά κάποιο τρόπο τους νεολαίους που με αγαπούσαν, όταν ήρθαν το επόμενο μεσημέρι να πάρουν τα στελέχη για να φάνε στο εστιατόριο, εμφανίστηκαν οι σωματοφύλακες της ΕΔΑ, κι όταν προχώρησα κι εγώ με σπρώξανε δεν με άφησαν να μπω στο ταξί. Μπήκαν και οι άλλοι και δεν διαμαρτυρήθηκαν ούτε ο Γλέζος ούτε ο Ρίτσος. Θεωρούσαν φυσικό ότι εγώ σπρώχτηκα και έμεινα μόνος μου ενώ στο απέναντι πεζοδρόμιο ήταν μαζεμένοι τραμπούκοι, αυτοί που είχαν χτυπήσει τον Λαμπράκη. Αλλά παράλληλα ήταν γεμάτο νεολαίους, που είδαν τη σκηνή, βεβαιώθηκαν ότι υπάρχει κίνδυνος να με χτυπήσουν και με πλαισίωσαν. Αυτή ήταν η πρώτη συγκέντρωση των Λαμπράκηδων. Όταν σκοτείνιασε θυμάμαι ότι άρχισαν καθισμένοι στο γρασίδι μπροστά από το ΑΧΕΠΑ να τραγουδούν τον "Επιτάφιο" του Ρίτσου σιγά-σιγά... Περίμεναν να τους πω κάτι και πράγματι τους μίλησα. Τους μίλησα και τους είπα ότι πρέπει να οργανωθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να κόψουν τα χέρια της αντίδρασης να μη μπορεί να μας σκοτώνει πια. Αυτό ήθελε ο κόσμος, δηλαδή ένα ισχυρό κόμμα που να τον προστατεύει από την ασυδοσία των τραμπούκων, την κυριαρχία των παρακρατικών και της αστυνομοκρατίας. Αυτή τη γλώσσα δεν την άκουγαν απ’ την ΕΔΑ. Την άρθρωνα εγώ. Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν και μπορώ να πω ότι η ομιλία που έκανα τότε αποδείκνυε ότι η σφοδρότητα του λόγου μου της εποχής εκείνης, είχε τεράστια απήχηση στους νέους.

Την επομένη ήταν Σάββατο και πρωί-πρωί ζήτησα από τον Καψάσκη τον ιατροδικαστή που ήταν εκεί, νέα για τον Λαμπράκη. Μου είπε ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα και επομένως θα πρέπει η ίδια η οικογένεια να πάρει την απόφαση να διακοπεί το οξυγόνο ώστε να καταστεί και τυπικά νεκρός ο Λαμπράκης. Είπε ‘θα μου επιτρέψεις να τον χαιρετήσω;’ Και έτσι μπήκα με τον Καψάσκη και κάθισα αρκετή ώρα μαζί του. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα φορείο, απ’ τη μέση και πάνω γυμνός, ευρύστερνος, μαυριδερός, τα μπράτσα του ήταν διπλάσια απ’ τα δικά μου, γυμνασμένος, τα μάτια του τελείως ανοιχτά, απλανή, και ανέπνεε αργά με το οξυγόνο. Μου εξήγησε ο Καψάσκης πως δουλεύει το οξυγόνο και μάλιστα επειδή είχε συνηθίσει αυτές τις καταστάσεις, ανοιγόκλεινε τη βαλβίδα οπότε σπάραζε ο Λαμπράκης. Του λέω σταμάτα τα παιχνίδια αυτά, άστον τον άνθρωπο ήσυχο. Τότε βάζω το χέρι μου στο χέρι του και του λέω ‘γεια σου Γρηγόρη’. Μόλις αισθάνθηκε το χέρι μου, αντανακλαστικά μου το έκλεισε δεν με άφηνε να φύγω. Ο Καψάσκης τα έχασε, νόμιζε ότι κάτι συμβαίνει και άρχισε να τον τρυπάει με τη βελόνα στα πόδια και να βάσει ένα φακό στο μάτι του για να δει μήπως υπάρχει ίχνος ζωής. Μετά από 5 λεπτά τράβηξα το χέρι μου, πιστεύοντας ότι είναι ένας συμβολισμός, ότι ο Λαμπράκης ήθελε να με πάρει μαζί του, ή ότι μου πέρασε ένα μήνυμα...»