Πάσχα του 1942. Στην κατοχική Τρίπολη, εκείνη η Μεγάλη Τρίτη, ήταν διαφορετική… Με αφορμή το «Τροπάριο της Κασσιανής», δόθηκε η «Μάχη των τριών Κασσιανών» όπως την ονόμασαν, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη. Ο μεγάλος συνθέτης ζούσε εκείνη την εποχή με την οικογένειά του στην αρκαδική πρωτεύουσα. Όπως θυμάται ο ίδιος «…από μικρό παιδί έψελνα στην εκκλησία και σε ηλικία 15 ετών «διορίστηκα» μαέστρος στην Χορωδία της Αγίας Βαρβάρας στην Τρίπολη, με την υποχρέωση να γράφω κάθε Κυριακή νέες εκκλησιαστικές συνθέσεις. Στην Τρίπολη έγραψα πολλά έργα για την εκκλησιαστική χορωδία της Αγίας Βαρβάρας, που σ’ ένα διάστημα ήμουν κι εγώ ο μαέστρος της. Εγραψα πολλά ‘Σε υμνούμεν’, χερουβικά και μία Κασσιανή, την οποία αναπαλαίωσα, την ξανάγραψα. Μετά από σαράντα ακριβώς χρόνια στο Παρίσι πάνω σ’ αυτό το ίδιο μοτίβο στήριξα ένα από τα τελευταία μου έργα, την Τρίτη Συμφωνία»...
Από το βιβλίο – αυτοβιογραφία «Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου» του Μίκη Θεοδωράκη, διαβάζουμε…
«Στα 1942, τη Μεγάλη Tρίτη, η Τριπoλιτσά είχε αναστατωθεί από τη μάχη των τριών Κασσιανών, όπως την ονόμασαν. Το τύπωμα και το μοίρασμα διαφημιστικών προκηρύξεων, πού προκάλεσε την παρέμβαση των αρχών κατοχής και ο αφορισμός από το δεσπότη, του Γιάννη Παναγιωτόπουλου-Κούρου, με την απαγόρευση να δοθεί η «Kασσιανή» του στη Μητρόπολη, προσέδωσε εκρηκτικό χαρακτήρα στην ατμόσφαιρα. Εκτός από τον Κούρο, ο καθηγητής μου κ. Παπασταθόπουλος είχε γράψει τη δική του «Kασσιανή», πού θα την ερμήνευε ο ΜΟΤ (Μουσικός Όμιλος Τριπόλεως) στον Προφήτη Ηλία, κι εγώ τη δική μου, πού θα τη δίναμε στην Αγία Βαρβάρα.
Ο Κούρος βρήκε τελικά κάποιο ξωκλήσι. Το έργο του ήταν στηριγμένο στην Αρκαδική Μουσική, δηλαδή μια απλούστευση της βυζαντινής, δικής του επινοήσεως. Ο ίδιος ήταν καθηγητής ιχνογραφίας στο γυμνάσιο, δεξιός ψάλτης στον Αη-Βασίλη, τη μητρόπολη, και κυρίως μέγας τραγουδιστής, με ειδικότητα ταεπιτραπέζια «κολοκοτρωναίικα», όπως είναι γνωστά. Πολύ ψηλός, ξερακιανός, θυμόσοφος, καλαμπουρτζής και γερό ποτήρι, αποτελούσε ένα ζωντανό θρύλο. Στην «Κασσιανή» του, στη φράση «ως εν των Παραδείσω», είχε βάλει φωνές πού έκαναν “τσίου-τσίου”, δηλαδή τα πουλιά του Παραδείσου, πράγμα που έδινε χειροπιαστά την εικόνα και ίσως γι’ αυτήν την τόλμη ο δεσπότης τον αφόρισε. Δεδομένου ότι η βυζαντινή τέχνη θα πρέπει να παραμένει απογυμνωμένη από ειδωλολατρικά τερτίπια, όπως είναι τα “πουλάκια” ή τα «μουσικά όργανα» ή μια νέα αντίληψη για τη μελοποίηση, που να ξεφεύγει από τα ιερό πρότυπα και την παράδοση της εκκλησίας.
Η σύνθεση της δικής μου «Κασσιανής» έγινε στις αρχές του 1942. Τότε είχα μια δική μου τετράφωνη χορωδία στην Αγία Βαρβάρα, για το μέρος της Λειτουργίας. Έγραφα «Χερουβικά», «Σε υμνούμεν» και άλλα μέρη. Άρχισα τις πρόβες αμέσως. Κάθε φωνή ξεχωριστά. ‘Έτσι κάθε μέρα δούλευα τέσσερις ώρες μόνο για τις φωνές. Ανακάλυψα και ένα θαυμάσιο βαρύτονο -ήταν μόνιμος επιλοχίας- για τον οποίο έγραψα ένα μεγάλο σόλο. Στη δική μας εκτέλεση, στην Αγία Βαρβάρα, χάρη στον πατέρα μου, ήρθαν οι αρχές της πόλης. Ο Παπανούτσος μας έφερε την ιντελιγκέντζια. Ο κόσμος πατείς με πατώ σε. Ψάλαμε από το γυναικωνίτη με μεγάλο τρακ και συγκίνηση. Ακόμα θυμάμαι το φάλτσο που έκανε ο Τάκης, πού ως συνήθως τραγουδούσε πάντα λίγο χαμηλά. Τον είδα να τεντώνει το λαιμό του και είπα: «Τώρα θα το κάνει», και το έκανε. Αυτό έσπασε τη μαγεία της στιγμής. Ο Παπανούτσος, όλος χαρά, μάς έσφιγγε τα χέρια στο προαύλιο της αυλής. Μετά και οι τρεις χορωδίες σμίξαμε σε μια υπόγεια ταβέρνα. Φάγαμε, ήπιαμε και, οι αθεόφοβοι, ψάλαμε και τις τρεις ‘Kασσιανές’!»