Η μυρωδιά του τζακιού. |
Ο καπνός που βγαίνει από τις καμινάδες, η μυρωδιά του τζακιού, ίσως και του φρεσκοψημένου ψωμιού στο φούρνο με τα ξύλα, ο παγωμένος αέρας που σε διαπερνά και τα κιτρινισμένα φύλλα που πατάς περπατώντας στα υγρά σοκάκια. Εικόνες της χειμωνιάτικης Αρκαδίας, της οποίας τα χωριά αργοσβήνουν μοναχικά με τους λιγοστούς ηλικιωμένους κατοίκους που επιμένουν να τα συντροφεύουν. Τα Χριστούγεννα όμως τα πράγματα αλλάζουν. Τα χωριά γεμίζουν. Ευτυχώς όλο και περισσότεροι αφήνουν τα … εξωτικά Χριστούγεννα και προτιμούν να ζήσουν αυτές τις μέρες στον τόπο της καταγωγής τους, κοντά στους δικούς τους και στις αναμνήσεις των παιδικών τους χρόνων.
Τότε που η μάννα έφτιαχνε τους κουραμπιέδες και τις τηγανίτες στο σπίτι, που μαζευόταν παρέες και πήγαιναν στη γειτονιά για τα κάλαντα γυρνώντας με καρύδια, γλυκά ή ό,τι άλλο είχε στη σοδειά του το κάθε σπίτι… Τότε που σηκωνότανε αξημέρωτα για να πάνε στην πρωινή χριστουγεννιάτικη λειτουργία στην εκκλησία του χωριού. Οι μέρες των Χριστουγέννων ήταν πάντα γιορτινές. Το σπίτι μοσχοβόλαγε. «Φτιάχναμε τους κουραμπιέδες με το λίπος από τα χοιρινά. Τους βγάζαμε ρόδινους από το φούρνο και τους ρίχναμε ψιλή ζάχαρη»θυμάται η Βασιλική Γεωργακοπούλου που τα 90τόσα της χρόνια ζει αποκλειστικά στο Καλλιάνι. «Φτιάχναμε ακόμη μουστοκούλουρα, τότε είχαν αμπέλια οι Καλλιαναίοι, χαλβά του τηγανιού και χριστόψωμο. Στην εκκλησία πηγαίναμε νύχτα. Τότε βάραγε ο παπάς την καμπάνα. Φτιάχναμε και τα ‘ζούπατα’. Ζυμώνανε το προζύμι, φούσκωνε στην κατσαρόλα – πολλές φορές στην άκρη της σκάφης… Εκεί το σκεπάζανε και γινότανε. Τα ‘ζούπατα’ τα τηγανίζαμε σε κατσαρόλα με πολύ λίπος. Τα βγάζαμε, τα πασπαλίζαμε με ζάχαρη, κανέλλα και καρύδια» μας λέει.
«Τη βδομάδα πριν τα Χριστούγεννα κάναμε τα χοιροσφάγια» θυμάται η ανηψιά της Βάσω Κοκοσιούλη, δίνοντας μας τις αναμνήσεις της επόμενης γενιάς. Χοιρινό ψητό στο φούρνο ή χοιρινό με σέλινο ήταν το χριστουγεννιάτικο φαγητό και από κοντά τα γλυκά των ημερών. «Κουραμπιέδες με λάδι έφτιαχνε η μάννα μου. Ήταν ονομαστοί οι κουραμπιέδες της κυρά Μαρίας. Μελομακάρονα δεν φτιάχνανε όλοι. Μέλι δεν υπήρχε. Μια φορά θυμάμαι μου έδωσε μια γειτόνισσα μελομακάρονο, παιδάκι ήμουνα… Ακόμη έχω ζωντανή τη γεύση του στο στόμα μου… τόση εντύπωση μου είχε κάνει. Δέντρο φτιάχναμε ό,τι είχαμε. Κλαδιά από πεύκο συνήθως ή από πουρνάρι».
Το βασικό έθιμο των Χριστουγέννων, ήταν το «κούτσουρο της Παναγιάς». «Ένα μεγάλο κούτσουρο, να σιγοκαίει όλο το βράδυ για να ζεσταίνει την Παναγιά που κοιλοπονάει στη σπηλιά» μου έλεγε από παιδί ο Αρκάς παππούς μου. Ακόμη το αναπολεί στα 100 του, τότε που όλη η οικογένεια, μαζί και η μάννα του που την έχασε παιδάκι δέκα χρόνων, μαζευόταν γύρω από τη φωτιά στο παραγώνι…
Όσο για την Πρωτοχρονιά; «Νύχτα, την ώρα που άλλαζε ο χρόνος, μας έπαιρνε η μάννα μου με τον αδελφό μου και πηγαίναμε στη βρύση. Είχαμε μαζί μας ένα πιάτο με γλυκά –κουραμπιέδες και μπακλαβά που έφτιαχνε με χειροποίητο φύλλο-, νιβόμαστε στο πρόσωπο και λέγαμε ένα ποιηματάκι…
δεν το θυμάμαι όλο» αναπολεί η Βάσω Κοκοσιούλη.
Σήμερα η Αρκαδία αποτελεί έναν ελκυστικό προορισμό για τις χριστουγεννιάτικες αποδράσεις. Τα ορεινά χωριά, με επίκεντρο τη Βυτίνα, τη Δημητσάνα, τη Στεμνίτσα, την Αλωνίσταινα, όπως άλλωστε και το κοντινό χιονοδρομικό κέντρο στο Μαίναλο, η γραφική Καρύταινα, ο Κοσμάς, μαζεύουν και κόσμο που δεν έχει σχέση με την Αρκαδία. Και όλοι κάνουν λόγο για μαγευτικά Χριστούγεννα, για ξεχωριστή φιλοξενία και για πολύ καλές αγορές σε παραδοσιακά προϊόντα. Ανάλογες είναι οι εντυπώσεις των επισκεπτών και στα υπόλοιπα μέρη του Νομού μας, τα οποία επίσης προσφέρονται για τις γιορτινές ημέρες, ακόμη και αν είναι κοντά στη θάλασσα.
Το βασικό όμως είναι να γυρίσουν οι ίδιοι Αρκάδες στα χωριά τους, αυτές τις μέρες. Να ζωντανέψουν τα σπίτια, να γεμίσουν τα καφενεία, να ακουστούν τα κάλαντα από παιδικές φωνές. Να δημιουργήσουν οι επόμενες γενιές τις δικές τους μελλοντικές αναμνήσεις, γνωρίζοντας και αγαπώντας τον τόπο τους…