«Τα παλιά χρόνια τα παιδιά την παραμονή των Χριστουγέννων γύριζαν ανάσπιτα κι έλεγαν τα ‘κάλαντρα’»…
«Κυρά ψηλή, Κυρά λιγνή, Κυρά γαϊτανοφρύδα
Κυρά σιντά στολίζεται να πάει στην εκκλησία.
Βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη
και τον καθάριο ουρανό τον βάνει δαχτυλίδι.
Κάλλιο λάμπει το δάχτυλο, παρά το δαχτυλίδι.
Σε τούτο σπίτι που ‘ρθαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού πολλά χρόνια να ζήσει.
Να ζήσει χρόνους εκατό κι ομπρός ω’ ασπρίσει, να γεράσει»
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά – Ψιλή μου δεντρολιβανιά.
Κι αρχή καλός μας χρόνος – Εκκλησιά με τα’ άγιο θρόνο.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός – Αγιος και Πνευματικός.
Στη γη να περπατήσει – Και να μας καλοκαρδίσει.
Αγιος Βασίλης έρχεται – Αρχοντες τον κατέχετε.
Από την Καισαρεία – Σ’ είσ’ αρχόντισσα Κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί – Ζαχαροκάντι ζυμωτή.
Χαρτί και καλαμάρι – Δες κι εμέ το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε – Η μοίρα μου τι μ’ έγραφε!
Και το χαρτί ομίλιε – Ασπρε μου χρυσέ μου ήλιο.
Βασίλη πόθεν έρχεσαι; Και δεν μας καταδέχεσαι;
Και πόθεν κατεβαίνεις; Και δε μας απανταίνεις.
Από τη μάνα μ’ έρχομαι – Εγώ σας καταδέχομαι.
Και στο σχολειό μου πάγω – Δε μου λέτε τι να κάνω.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις – Κάτσε τον πόνο σου να πει.
Κάτσε να τραγουδήσεις – Και να μας καλοκαρδίσεις»
Από το βιβλίο της Ασήμως Κουστένη «Λαογραφικά της Δημητσάνας»